Πληροφορίες για το αραίωμα ανθέων και καρπών σε ορισμένα είδη οπωροφόρων δένδρων (ροδακινιά, βερικοκιά, μηλιά, αχλαδιά, κερασιά, δαμασκηνιά, μουσμουλιά)


Πληροφορίες για το αραίωμα ανθέων και καρπών σε ορισμένα είδη οπωροφόρων δένδρων (ροδακινιά, βερικοκιά, μηλιά, αχλαδιά, κερασιά, δαμασκηνιά, μουσμουλιά)

Περίληψη:
 
Ορισμένα είδη οπωροφόρων δένδρων εκτός από τις συνηθισμένες καλλιεργητικές φροντίδες (κλάδεμα, άρδευση, λίπανση, κλπ) χρειάζονται επιπλέον αραίωμα ανθέων και καρπών για να παράγουν καρπούς ανώτερης ποιότητας. Το αραίωμα ανθέων και καρπών είναι μια καλλιεργητική τεχνική, συμπληρωματική του κλαδέματος, κατά την οποία αφαιρείται ένα μέρος των ανθέων ή των καρπών των δένδρων, αντίστοιχα, με σκοπό την εξοικονόμηση θρεπτικών ουσιών που θα χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη των υπόλοιπων καρπών αλλά και της νέας βλάστησης. Είδη όπως η κερασιά και η βυσσινιά δεν συνηθίζεται να αραιώνονται. Απεναντίας, κάποια άλλα είδη όπως η μηλιά, η αχλαδιά, η ροδακινιά, η βερικοκιά και η Ιαπωνική μουσμουλιά πρέπει να αραιώνονται σε ετήσια βάση. Το αραίωμα γίνεται κυρίως με το χέρι αλλά και με μηχανικά ή χημικά μέσα. Πρακτικά, με την αφαίρεση των ανθέων ή των καρπών αυξάνεται ο αριθμός των φύλλων ανά καρπό με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αύξηση του μέσου τελικού μεγέθους των συγκομιζόμενων καρπών, τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους καθώς και τη μείωση του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας των δένδρων. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο αραιώματος διαφόρων ειδών οπωροφόρων δένδρων.


1. Εισαγωγή

Τα περισσότερα είδη οπωροφόρων δένδρων (δένδρα που καλλιεργούνται για τους καρπούς τους) με τις κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες και κάτω από ιδανικές εδαφοκλιματικές συνθήκες παρουσιάζουν συνήθως πλούσια ανθοφορία η οποία εξελίσσεται σε υπερβολική καρποφορία, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες επικονίασης και γονιμοποίησης είναι ιδανικές, την οποία το δένδρο δεν μπορεί να αντέξει και εξαντλείται. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται αραίωμα ανθέων και καρπών (Σφακιωτάκης, 1993).

Με τον όρο αραίωμα ανθέων και καρπών εννοούμε την αφαίρεση ενός μέρους των ανθέων ή των νεαρών καρπών (καρπιδίων), αντίστοιχα, αρκετό χρόνο πριν την συγκομιδή, για να εξοικονομηθούν ανόργανες και οργανικές ουσίες που θα χρησιμεύσουν στο να αποκτήσουν οι υπόλοιποι καρποί εμπορεύσιμο μέγεθος, καλό χρώμα και άριστη ποιότητα. Επίσης, ενισχύεται η βλάστηση του δένδρου και διαφοροποιούνται περισσότεροι ανθοφόροι οφθαλμοί για τον επόμενο χρόνο (Σφακιωτάκης, 1993). Συνολικά, με το αραίωμα ανθέων και καρπών επιτυγχάνεται: 1) η αύξηση του μεγέθους και της ομοιομορφίας των καρπών, 2) η βελτίωση του χρώματος των καρπών καθώς αντιστοιχούν περισσότεροι υδατάνθρακες ανά καρπό, λόγω της αύξησης του αριθμού των φύλλων ανά καρπό, οι οποίοι ευνοούν το σχηματισμό χρωστικών ουσιών, 3) η βελτίωση της εσωτερικής ποιότητας και γεύσης των καρπών, καθώς αυξάνει η αναλογία σακχάρων προς οξέα και οι καρποί παίρνουν την επιθυμητή προς τους καταναλωτές γεύση, 4) η εξασφάλιση της επετειοφορίας των δένδρων, αφού μέρος από τις παραγόμενες ουσίες διοχετεύεται στη νέα βλάστηση με αποτέλεσμα το σχηματισμό νέων καρποφόρων οργάνων για την επόμενη χρονιά, 5) η διατήρηση της ευρωστίας και του σχήματος των δένδρων, καθώς ελαττώνεται το συνολικό βάρος των καρπών ανά δένδρο και μειώνονται οι πιθανότητες θραύσης των κλάδων και των βραχιόνων από υπερβολικό φορτίο και 6) η ελαφρά πρωίμιση της συγκομιδής, καθώς οι αραιωμένοι καρποί ωριμάζουν νωρίτερα (Σφακιωτάκης, 1993).

 

1.1 Χρόνος αραιώματος ανθέων και καρπών

Το αραίωμα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο κατά την άνθηση (αραίωμα ανθέων) όσο και μετά την καρπόδεση (αραίωμα καρπών). Ο χρόνος εφαρμογής του αραιώματος εξαρτάται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται. Αν επιδιώκεται η αύξηση του μεγέθους των καρπών πρέπει να γίνεται πριν το τέλος της περιόδου των κυτταροδιαιρέσεων, δηλαδή πριν ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο αύξησης των καρπών, καθώς έτσι αυξάνεται ο αριθμός των κυττάρων ανά καρπό και επιτυγχάνεται ο σχηματισμός μεγάλων καρπών. Αν επιδιώκεται η ρύθμιση της παρενιαυτοφορείας των δένδρων, το αραίωμα καρπών πρέπει να γίνεται αρκετά νωρίς για να έχει ευνοϊκή επίδραση στην καρποφορία της επόμενης χρονιάς (Σφακιωτάκης, 1993). Σημειώνεται ότι τα περισσότερα είδη φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων διαφοροποιούν ανθοφόρους οφθαλμούς τους μήνες Ιούνιο–Ιούλιο. Συνήθως, το αραίωμα των ανθέων γίνεται κατά την πλήρη άνθηση, πάντα μετά την παρέλευση της επικίνδυνης περιόδου των παγετών, ενώ το αραίωμα των καρπών γίνεται μετά το τελευταίο κύμα της φυσιολογικής καρπόπτωσης (Βασιλακάκης & Θεριός, 2001). Σε περιοχές που ο κίνδυνος όψιμων-ανοιξιάτικων παγετών είναι αυξημένος κατά την περίοδο της ανθοφορίας των δένδρων, το αραίωμα των ανθέων είναι επισφαλές και πρέπει να αποφεύγεται.

 

1.2 Δένδρα στα οποία εφαρμόζεται αραίωμα ανθέων και καρπών     

Συνήθως, το αραίωμα ανθέων και καρπών εφαρμόζεται στα είδη μηλιά, αχλαδιά, ροδακινιά, βερικοκιά και Ιαπωνική μουσμουλιά. Σπάνια εφαρμόζεται στην κερασιά, στη βυσσινιά, στην αμυγδαλιά, στη φιστικιά, στην ακτινιδιά και στα εσπεριδοειδή (Παπαδάκης, 2008).

 

1.3 Μέθοδοι αραιώματος ανθέων και καρπών

Το αραίωμα γίνεται με το χέρι, με μηχανικά και χημικά μέσα. Με το χέρι είναι ο πιο συνηθισμένος και αποτελεσματικός τρόπος αραιώματος, καθώς ο εργάτης έχει τον πλήρη έλεγχο των καρπών που αφαιρεί. Παράλληλα όμως είναι και ο πιο δαπανηρός τρόπος, καθώς απαιτούνται πολλοί εργάτες και έτσι αυξάνεται το κόστος παραγωγής. Οι καρποί αποσπώνται με τα δάκτυλα, με ψαλίδια ή με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων, όπως ραβδιά ντυμένα με καουτσούκ για να μην τραυματίζονται οι βλαστοί και οι καρποί που παραμένουν στο δένδρο. Η μέθοδος αραιώματος με το χέρι εφαρμόζεται κυρίως για αραίωμα καρπών και σπανιότερα για το αραίωμα των ανθέων (Ποντίκης, 1997).

Το μηχανικό αραίωμα γίνεται με τη χρήση δονητών συγκομιδής καρπών οι οποίοι προσαρμόζονται στον κορμό ή στους βραχίονες του δένδρου. Η μέθοδος αυτή δεν έχει σταθερά αποτελέσματα και πρακτικά δεν εφαρμόζεται στη χώρα μας.

Το χημικό αραίωμα μπορεί να εφαρμοστεί τόσο κατά την περίοδο της άνθησης όσο και κατά την περίοδο της ανάπτυξης νεαρών καρπών. Έχει μικρότερο κόστος σε σχέση με το χειρονακτικό αραίωμα, επιτυγχάνει όμως καλύτερο μέγεθος και ποιότητα καρπών και μειώνει αποτελεσματικά την παρενιαυτοφορία των δένδρων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του χημικού αραιώματος δεν είναι σταθερά αφού εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες, τους οποίους δεν μπορεί να ελέγξει πάντα ο παραγωγός, και επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων χημικών ουσιών. Αυτοί οι παράγοντες είναι το φυτικό είδος, η ποικιλία, οι κλιματικές συνθήκες κατά την περίοδο εφαρμογής του χημικού αραιώματος, το χημικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται και η δόση εφαρμογής του καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ψεκαστικόυ μηχανήματος. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζονται προβλήματα υπερβολικού αραιώματος, ζημιών στα φύλλα και δημιουργίας μικρών και παραμορφωμένων καρπών (Παπαδάκης, 2008).

Τα τελευταία 90 χρόνια έχουν χρησιμοποιηθεί για το χημικό αραίωμα των ανθέων και των καρπών διάφορες καυστικές ουσίες και ουσίες έκλυσης αιθυλενίου αλλά και ορισμένα κοινά αγροχημικά, όπως διάφορα εντομοκτόνα και φυτορυθμιστικές ουσίες. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι είναι αποτελεσματικότερος ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες ουσίες. Παρότι τα χημικά αραιωτικά χρησιμοποιούνται σχεδόν επί ένα αιώνα και έχουν ως αποτέλεσμα το αραίωμα των καρπών, είτε με αφαίρεση ανθέων είτε νεαρών καρπών, δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος δράσης τους. Ωστόσο, μερικές από τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς παρουσιάζονται στη συνέχεια, χωρίς όμως όλες να τεκμηριώνονται επαρκώς (Παπαδάκης, 2008).

Στην κατηγορία των καυστικών ουσιών ανήκει η δινιτροορθοκρεζόλη (Elgetol) η οποία νεκρώνει τα ανθικά μέρη (πέταλα, ανθήρες, στίγμα, κτλ) και εφαρμόζεται όταν τα δένδρα πλησιάζουν στην πλήρη άνθηση (όταν το 60–90% των ανθέων έχει ανοίξει). Ο τρόπος δράσης του είναι ξεκάθαρος αφού προκαλεί εγκαύματα και νέκρωση των ζωτικών μερών των ανθέων με αποτέλεσμα την αποτροπή επικονίασης και γονιμοποίησής τους και τη μείωση της καρπόδεσης (Ποντίκης, 1997).   

Κατά το χημικό αραίωμα χρησιμοποιούνται και ουσίες έκλυσης αιθυλενίου, όπως το Ethephon (Ethrel), που εφαρμόζονται μετά την καρπόδεση και προκαλούν πτώση των καρπιδίων. Η καρπόπτωση προκαλείται πιθανότατα λόγω της ενεργοποίησης της ζώνης αποκοπής και σχηματισμού αφοριστικού ιστού (στοιβάδα αποκοπής) στην περιοχή πρόσφυσης του ποδίσκου των καρπών πάνω στο βλαστό. Υπερβολική δόση Ethephon προκαλεί πρόωρο γηρασμό και φυλλόπτωση (Rongai, 2009).

Κάποιες από τις φυτορρυθμιστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως για το αραίωμα των καρπών είναι το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (ΝΑΑm) και η βενζυλαδενίνη (ΒΑ). Ευρύτατη χρήση ως καρποαραιωτικό έχει και το εντομοκτόνο Carbaryl. Οι ουσίες αυτές εφαρμόζονται μετά την καρπόδεση. Σχετικά με τον τρόπο δράσης τους, αναφέρεται ότι παρεμποδίζουν τη μεταφορά ορμονών και φωτοσυνθετικών προϊόντων προς και εκτός των καρπών, μέσω του ποδίσκου, και σταματούν ή μειώνουν την αυξινική ροή με αποτέλεσμα την πρόκληση καρπόπτωσης. Επίσης, είναι πιθανόν να προκαλούν διαταραχή στην αύξηση του ενδοσπερμίου με αποτέλεσμα τον εκφυλισμό του εμβρύου και την πτώση των νεαρών καρπών (Ποντίκης, 1997).

 

Εικόνα 1. Επίδραση του αριθμού των φύλλων που αντιστοιχούν ανά καρπό στο τελικό μέγεθος των καρπών της μηλιάς και της ροδανικιάς (Παπαδάκης, 2008).

 

2. Κυρίως θέμα

 

2.1 Κριτήριο με το οποίο εφαρμόζεται το αραίωμα

Το αραίωμα γίνεται με κριτήριο την αναλογία των φύλλων που αντιστοιχούν ανά καρπό. Έχει αποδειχθεί ότι μια αναλογία 30–60 φύλλα ανά καρπό, ανάλογα με το είδος του δένδρου και την ποικιλία, συσχετίζεται με την καλύτερη δυνατή ανάπτυξη του καρπού και την βέλτιστη ποιότητά του (Εικ. 1) (Παπαδάκης, 2008).

 

2.2 Μηλιά (Malus domestica)

Επειδή η μηλιά διαφοροποιεί τους οφθαλμούς της νωρίς (μέσα Ιουνίου), το αραίωμα πρέπει να γίνει νωρίς, δηλαδή το αργότερο 45 ημέρες μετά την πλήρη άνθηση (Βασιλακάκης & Θεριός, 2001). Γίνεται κυρίως με τα χέρια, με τη βοήθεια ψαλιδιού και οι καρποί αφαιρούνται μαζί με τμήμα του ποδίσκου. Αφαιρούνται ολόκληρες καρποταξίες και αραιώνονται οι εναπομείναντες, αφήνοντας τελικά 1 έως 2 καρπίδια ανά καρποταξία και ανά 15-20 εκ. του βλαστού. Η άριστη αναλογία φύλλων ανά καρπό στη μηλιά είναι 30–40 (Εικ. 1 & Εικ. 2).

 

 

Εικόνα 2. Επίδραση του αριθμού των φύλλων που αντιστοιχούν ανά καρπό στο τελικό μέγεθος των καρπών της μηλιάς (Rongai, 2009).

 

Κατά το χημικό αραίωμα χρησιμοποιούνται οι ουσίες ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), βενζυλαδενίνη (ΒΑ), Carbaryl και Ethephon, οι οποίες εφαρμόζονται κατά την άνθηση ή μετά την καρπόδεση. Πιο συγκεκριμένα, το ΝΑΑ εφαρμόζεται 15–25 ημέρες μετά την άνθηση σε συγκέντρωση 2–20 ppm, το Carbaryl εφαρμόζεται μετά την πτώση των πετάλων και μέχρι τα καρπίδια να αποκτήσουν διάμετρο 7 mm και το Ethephon εφαρμόζεται όταν τα καρπίδια έχουν διάμετρο 15–25 mm σε συγκέντρωση 100-500 ppm (Παπαδάκης, 2008). Το χημικό αραίωμα πρέπει απαραίτητα να εφαρμόζεται την κατάλληλη στιγμή, με την κατάλληλη συγκέντρωση και ουσία για κάθε ποικιλία. Υπερβολική δόση χημικού αραιωτικού είναι δυνατό να προκαλέσει παραμορφώσεις στους καρπούς (Εικ. 3). Μια αποτυχία στο χημικό αραίωμα δεν διορθώνεται με συνέπεια τη μείωση ή και την απώλεια της παραγωγής. Είναι προτιμότερο να εφαρμόζεται μερικό αραίωμα με χημικά μέσα και συμπληρωματικό με το χέρι. Η χρήση του χημικού αραιώματος στη μηλιά είναι περιορισμένη στη χώρα μας. Αντίθετα, το χειρωνακτικό αραίωμα είναι αυτό που εφαρμόζεται κατά κόρον (Βασιλακάκης, 2004).

 

 

Εικόνα 3. Μικροί και κακοσχηματισμένοι καρποί μηλιάς λόγω αδόκιμης χρήσης ΝΑΑ (Rongai, 2009).

 

2.3 Αχλαδιά (Pyrus communis)

Το αραίωμα στην αχλαδιά γίνεται με τρόπο όμοιο με τη μηλιά. Όταν η καρπόδεση είναι μεγάλη αφήνονται 1–2 καρποί ανά καρποταξία, ενώ όταν είναι μικρή γίνεται ελαφρύτερο αραίωμα. Η διαφορά της αχλαδιάς σε σχέση με τη μηλιά έγκειται στο χημικό αραίωμα όπου το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ) εφαρμόζεται σε συγκέντρωση 15–20 ppm και η ναφθαλινακεταμίδη (ΝΑΑm) σε συγκέντρωση 10–15 ppm. Η εποχή εφαρμογής του χημικού αραιώματος στην αχλαδιά είναι 15–20 ημέρες μετά την πλήρη άνθηση (Ποντίκης, 2003).

 

 

2.4 Ροδακινιά (Prunus persica)

Η ροδακινιά έχει την τάση να δένει πάρα πολλούς καρπούς κι έτσι το αραίωμα είναι αναγκαίο καθώς βελτιώνει πάρα πολύ το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών. Εφαρμόζεται σε όλες σχεδόν τις ποικιλίες ροδακινιάς αφού οι περισσότερες είναι αυτογόνιμες και παρατηρείται μεγάλη καρπόδεση. Γίνεται με τα χέρια κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (Costa & Vizzotto, 2000). Οι πρώιμες ποικιλίες έχουν την τάση να υπερκαρποφορούν και γι’ αυτό πρέπει να αραιώνονται αυστηρά, πριν από τη φυσιολογική καρπόπτωση του Ιουνίου, καθώς έτσι αυξάνεται το μέγεθος των καρπών και επιταχύνεται η ωρίμανση τους. Αφήνεται 1 καρπός ανά 20–25 εκατοστά βλαστού ή 1 καρπός ανά 50–60 φύλλα. Αντίθετα, στις όψιμες ποικιλίες το αραίωμα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσιολογική καρπόπτωση του Ιουνίου. Αφήνεται 1 καρπός ανά 10–15 εκατοστά βλαστού ή 1 καρπός ανά 30–40 φύλλα (Ποντίκης, 1996). Το αραίωμα με μηχανικά μέσα (δονητές) δεν είναι αποτελεσματικό στη ροδακινιά και απαιτείται συμπληρωματική επέμβαση με το χέρι. Τέλος, το χημικό αραίωμα δεν έχει σταθερά αποτελέσματα και προκαλεί χλώρωση των φύλλων και φυλλόπτωση, λόγοι για τους οποίους δεν συνιστάται για τη ροδακινιά (Ποντίκης, 1996).

 

 

Εικόνα 4. Το χειρωνακτικό αραίωμα καρπών στη βερικοκιά γίνεται με τη βοήθεια του δείκτη, του αντίχειρα και του μέσου δακτύλου (αριστερά). Μετά από ελαφρύ τράβηγμα και περιστροφή του καρπού επιτυγχάνεται η αποκοπή του (δεξιά).

 

2.5 Βερικοκιά (Prunus armeniaca)

Το αραίωμα στη βερικοκιά γίνεται με το χέρι, όπως και στη ροδακινιά, κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (6–8 εβδομάδες μετά από την άνθηση, δηλαδή τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου) ή αμέσως μετά τη φυσιολογική καρπόπτωση (Εικ. 4). Στην τελευταία περίπτωση (καθυστερημένο αραίωμα), το αραίωμα δεν επιδρά τόσο πολύ στην αύξηση του μεγέθους των καρπών. Σε κάθε περίπτωση, αφαιρούνται πρώτα οι μικροί και κακοσχηματισμένοι καρποί καθώς και αυτοί που φέρουν διαφόρων ειδών παραμορφώσεις. Στις μικρόκαρπες ποικιλίες αφήνεται 1 καρπός ανά 6–8 εκατοστά βλαστού, ενώ στις μεγαλόκαρπες 1 καρπός ανά 8–10 εκατοστά βλαστού (Εικ. 5). Συνήθως, το χημικό αραίωμα δεν δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. (Παπαδάκης, 2008).

 

 

Εικόνα 5. Βλαστός βερικοκιάς πριν (πάνω) και μετά το αραίωμα καρπών (κάτω).

 

2.6 Ιαπωνική Μουσμουλιά (Eriobotrya japonica)

Το αραίωμα στην Ιαπωνική Μουσμουλιά γίνεται συνήθως με τα χέρια και αποσκοπεί στην αύξηση του μεγέθους των καρπών και στη βελτίωση της ποιότητας τους. Γίνεται είτε αραίωμα ανθέων κατά την περίοδο άνθησης (μέσα Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου) είτε αραίωμα καρπών (μέσα με τέλη Ιανουαρίου), όπου αφήνονται 2-4 καρποί ανά καρποταξία. Κατά το αραίωμα των ανθέων αφαιρείται με τη βοήθεια ψαλιδιού το μεγαλύτερο τμήμα της ανθοταξίας, αφήνοντας μόνο τις πρώτες 2 διακλαδώσεις από τη βάση της (Εικ. 6). Αν, παρά το αραίωμα των ανθέων, μετά την καρπόδεση υπάρχουν αρκετοί καρποί ανά καρποταξία επεμβαίνουμε συμπληρωματικά κάνοντας αραίωμα καρπών. Στην περίπτωση που δεν γίνει αραίωμα ανθέων αποτελεί επιτακτική ανάγκη η εκτέλεση αραιώματος καρπών. Το χημικό αραίωμα γίνεται με Ethephon όταν οι καρποί έχουν διάμετρο 10–15 mm, όμως δεν χρησιμοποιείται στη χώρα μας (Ποντίκης, 1996).

 

 

Εικόνα 6. Αραίωμα ανθέων στην Ιαπωνική μουσμουλιά. Αριστερά: Ολόκληρη ταξιανθία. Δεξιά: Τμήμα ταξιανθίας που απομένει μετά την αποκοπή του κορυφαίου τμήματός της.

 

2.7 Κερασιά (Prunus avium)

Το αραίωμα των ανθέων και των καρπών στην κερασιά δεν συνηθίζεται. Η ρύθμιση του φορτίου της κερασιάς γίνεται με το συστηματικό χειμερινό κλάδεμα κάθε χρόνο σε συνδυασμό με την αφαίρεση ροζετών, καθώς το αραίωμα των καρπών με το χέρι δεν συμφέρει οικονομικά και το χημικό αραίωμα δεν δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα (Βασιλακάκης, 2004).

 

2.8 Δαμασκηνιά (Prunus domestica)

Οι περισσότερες ποικιλίες δαμασκηνιάς δεν χρειάζονται αραίωμα. Παρόλα αυτά υπάρχουν και ποικιλίες, όπως η Santa Rosa, που υπερκαρποφορούν και παράγουν καρπούς μικρού μεγέθους, οπότε χρειάζονται αραίωμα για να παραγωγή καρπών ικανοποιητικού μεγέθους. Το αραίωμα γίνεται είτε με το χέρι είτε με χημικά μέσα.

Κατά το χειρωνακτικό αραίωμα αφήνεται 1 καρπός ανά 7,5–10 εκατοστά βλαστού. Το αραίωμα με χημικά μέσα γίνεται με δινιτροενώσεις (καυστικές ουσίες), κυρίως κατά την άνθηση. Σε περίπτωση παρατεταμένης άνθησης συνιστώνται 2 ψεκασμοί, ο πρώτος στο 50% της άνθησης και ο δεύτερος στο 85% (Βασιλακάκης & Θεριός, 2001).

 

3. Συμπεράσματα

Το αραίωμα είτε εφαρμόζεται στα άνθη είτε στους καρπούς έχει θετικά αποτελέσματα αρκεί να γίνεται την κατάλληλη χρονική περίοδο και με τον κατάλληλο τρόπο για κάθε είδος καρποφόρου δένδρου.  

Με το αραίωμα αυξάνεται το μέγεθος των καρπών, βελτιώνονται τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους και γενικά η ποιότητα τους. Επίσης, εξασφαλίζεται η επετειοφορία των δένδρων και έτσι παράγονται όχι μόνο ποιοτικά καλύτεροι καρποί αλλά και η παραγωγικότητα των δένδρων είναι σχετικά σταθερή κάθε χρόνο. Τέλος, ελαττώνονται τα σπασίματα των κλάδων από το υπερβολικό φορτίο κι επομένως διατηρείται η ευρωστία και το σχήμα των δένδρων. Το αραίωμα ανθέων και καρπών είναι, με άλλα λόγια, μια σημαντική καλλιεργητική τεχνική που πρέπει να εφαρμόζεται από τους παραγωγούς για να παράγονται καρποί ανώτερης ποιότητας, που απολαμβάνουν καλύτερες τιμές στην αγορά. Αν και το κόστος εφαρμογής του αραιώματος επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό κόστος παραγωγής των προϊόντων, σε κάθε περίπτωση τα οικονομικά οφέλη, σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης, δικαιολογούν αυτή την επιπλέον καλλιεργητική τεχνική.    

 

Συγγραφείς: Ειρήνη Χριστοφάκη, Ιωάννης Παπαδάκης.


Βιβλιογραφία

Βασιλακάκης, Μ., 2004. "Γενική και Ειδική Δενδροκομία". Εκδόσεις Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη, σελ. 158 – 159 , 297.

Βασιλακάκης, Μ., και Θεριός, Ι., 2001. "Μαθήματα Ειδικής Δενδροκομίας. Φυλλοβόλα Οπωροφόρα Δένδρα". Εκδόσεις Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 142, 197.

 Costa, G., Vizzotto, G., 2000. "Fruit thinning of peach trees". Plant Growth Regulation, 31 113-119.

Παπαδάκης, Ι., 2008. "Φυλλοβόλα καρποφόρα δένδρα", Εκδόσεις ΤΕΙ Κρήτης, Ηράκλειο 2008.

Ποντίκης, Κ., 1997. "Γενική Δενδροκομία". Εκδόσεις Α. Σταμούλης, Αθήνα 1997, σελ. 270 – 283.

Ποντίκης, Κ., 1996. "Ειδική Δενδροκομία. Ακρόδρυα – Πυρηνόκαρπα – Λοιπά Καρποφόρα". Τόμος Δεύτερος. Εκδόσεις Α. Σταμούλης, Αθήνα – Πειραιάς 1996, σελ. 262 – 265, 318, 351 – 352.

Ποντίκης, Κ., 2003. "Ειδική Δενδροκομία. Μηλοειδή". Τόμος Πρώτος. Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2003, σελ. 89 – 155.

Rongai, Y., 2009. "Fruit Thinning and Return Bloom". Διαθέσιμο online: <http://arecs.vaes.vt.edu/webinfo/files/Apple%20fruit%20thinning%20return%20bllom.ppt#1> , [Τελευταία πρόσβαση 03/05/2009].

Σφακιωτάκης, Ε., 1993. "Γενική Δενδροκομία", Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις typo MAN, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 362 – 372.






Για ακόμη περισσότερη δενδροκομική γνώση και ενημέρωση, επισκεφτείτε και εγγραφείτε στο κανάλι μου στο YouTube πατώντας εδώ!

Μοιραστείτε άμεσα αυτή την ανάρτηση με τους φίλους σας, μέσω Email, Twitter, Facebook, Pinterest ή WhatsApp, χρησιμοποιώντας ένα από τα χαρακτηριστικά εικονίδια που ακολουθούν ...

Μπορεί να σας αρέσουν αυτές οι αναρτήσεις:

Αναζήτηση επιπλέον πληροφοριών

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ